δικτυωτός

δικτυωτός
-ή, -ό (AM δικτυωτός, -ή, -όν)
1. ο κατασκευασμένος σε μορφή διχτυού
2. (ειδ. για πόρτες, παράθυρα) ο κατασκευασμένος με ράβδους ή σανίδες που τέμνονται μεταξύ τους σχηματίζοντας ρόμβους
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το δικτυωτό
α) χώρισμα ή παραπέτο σχηματισμένο με σανίδες ή πηχάκια
β) παράθυρο με δικτυωτές σανίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δίκτυον ή δικτυούμαι, παθητικός τ. τού δικτυώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δικτυωτός — made in net fashion masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικτυωτός — ή, ό 1. αυτός που σχηματίζει δίκτυο ή είναι πλεγμένος σαν δίχτυ: Δικτυωτή κάλτσα. 2. το ουδ. ως ουσ., δικτυωτό το καφάσι, το καφασωτό που τοποθετούσαν στα παράθυρα και αλλού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δικτυωτός συνδετικός ιστός — Συνδετικός ιστός που περιέχει δικτυωτές ίνες και πολλά ιστιοκύτταρα. Ο λεμφικός ιστός, που αποτελεί κύριο τμήμα του δικτυοενδοθηλιακού συστήματος, αποτελείται κυρίως από δ.σ.ι …   Dictionary of Greek

  • δικτυωτά — δικτυωτός made in net fashion neut nom/voc/acc pl δικτυωτά̱ , δικτυωτός made in net fashion fem nom/voc/acc dual δικτυωτά̱ , δικτυωτός made in net fashion fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικτυωτῶν — δικτυωτός made in net fashion fem gen pl δικτυωτός made in net fashion masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικτυωτόν — δικτυωτός made in net fashion masc acc sg δικτυωτός made in net fashion neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικτυωταί — δικτυωτός made in net fashion fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικτυωτοῖς — δικτυωτός made in net fashion masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικτυωτοῦ — δικτυωτός made in net fashion masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικτυωτῆς — δικτυωτός made in net fashion fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”