- δικτυωτός
- -ή, -ό (AM δικτυωτός, -ή, -όν)1. ο κατασκευασμένος σε μορφή διχτυού2. (ειδ. για πόρτες, παράθυρα) ο κατασκευασμένος με ράβδους ή σανίδες που τέμνονται μεταξύ τους σχηματίζοντας ρόμβουςνεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το δικτυωτόα) χώρισμα ή παραπέτο σχηματισμένο με σανίδες ή πηχάκιαβ) παράθυρο με δικτυωτές σανίδες.[ΕΤΥΜΟΛ. < δίκτυον ή δικτυούμαι, παθητικός τ. τού δικτυώ].
Dictionary of Greek. 2013.